έμφωτον — ἔμφωτον, το (AM) μσν. το εύρος, το διάστημα αρχ. 1. το κοίλο τού κώνου 2. φωτιζόμενο μέρος, το μέρος από όπου εισέρχεται φως, π.χ. πλευρά τοίχου που έχει παράθυρα … Dictionary of Greek
ἐμφώτου — ἔμφωτον hollow neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)