ἔμφωτον

ἔμφωτον
ἔμφωτον
hollow
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • έμφωτον — ἔμφωτον, το (AM) μσν. το εύρος, το διάστημα αρχ. 1. το κοίλο τού κώνου 2. φωτιζόμενο μέρος, το μέρος από όπου εισέρχεται φως, π.χ. πλευρά τοίχου που έχει παράθυρα …   Dictionary of Greek

  • ἐμφώτου — ἔμφωτον hollow neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”